- καταλαβή
- καταλαβή, ἡ (Α) [καταλαμβάνω]η αντίληψη, η σύλληψη μιας έννοιας.*
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταλαβή — grasping fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλάβη — κατά λάπτω Epic. Alex.Adesp. aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλάβῃ — καταλαμβάνω seize aor subj mp 2nd sg καταλαμβάνω seize aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλάβηι — καταλάβῃ , καταλαμβάνω seize aor subj mp 2nd sg καταλάβῃ , καταλαμβάνω seize aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάγκοινος — η, ο (ΑΜ πάγκοινος, ον) 1. αυτός στον οποίο συντρέχουν όλοι ή αυτός που ανήκει σε όλους, ο κοινός σε όλους (α. «πάγκοινη πανήγυρη» β. «πάγκοινος χώρα», Πίνδ.) 2. ο γνωστός, ο φανερός σε όλους, κοινότατος, πασίγνωστος νεοελλ. μτφ. κοινότατος,… … Dictionary of Greek
πταίσμα — Είναι όρος τόσο του αστικού όσο και του ποινικού δικαίου, ενώ γενικά εννοιολογικά αποτελεί στοιχείο κάθε παράβασης κανόνος ή όρου δικαιοπραξίας. Κατά το δίκαιο των ενοχών, κάθε αθέτηση νομίμων υποχρεώσεων, και ιδιαίτερα των υποχρεώσεων του… … Dictionary of Greek